φύσιγγα

φύσιγγα
η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση
αρχ.
1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο τού σώματος
2. ο βολβός τού σκόρδου και άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦρ-ιγξ, φόρμ-ιγξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φύσιγγα — φύ̱σιγγα , φῦσιγξ blister fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • φύσιγξ — ἡ, Α βλ. φύσιγγα …   Dictionary of Greek

  • αμπούλα — η (λ. γαλλ.), γυάλινη φύσιγγα με φάρμακο που λαμβάνεται με ένεση: Η μια αμπούλα είχε το φάρμακο και η άλλη το αποστειρωμένο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”