- φύσιγγα
- η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑνεοελλ.(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήσηαρχ.1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο τού σώματος2. ο βολβός τού σκόρδου και άλλων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦρ-ιγξ, φόρμ-ιγξ)].
Dictionary of Greek. 2013.